abort
v. κάνω αποβολή, κάνω έκτρωση, προκαλώ έκτρωση εις, τίκτω πρόωρος, ρίχνω [κοιν.], αποτυχγάνω εξ" αρχής, αποβαίνω άκαρπος, ανατρέπω εξ" αρχής, αναστέλλω, διακόπτομαι, διακόπτω, αμβλώνω, απορρίχνω, εξαμβλώνω, ματαιώνομαι, ματαιώνω, ναυαγώ, υφίσταμαι διακοπή ανάπτυξης, αποβάλλω